- δελφάκειος
- δελφάκειος, -ον (Α) [δέλφαξ]ο χοιρινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δελφάκειον — δελφάκειος of a masc/fem acc sg δελφάκειος of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφάκεια — δελφάκειος of a neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφάκει' — δελφάκεια , δελφάκειος of a neut nom/voc/acc pl δελφάκειε , δελφάκειος of a masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)